- ηϋγένειος
- ἠυγένειος και ἠυγενής, -ές (Α)επικ. τ. αντί εὐγένειος, εὐγενής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠυγένειος — ἠϋγένειος , εὐγένειος well maned masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγένειος — εὐγένειος, ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, ον (Α) 1. (για λιοντάρι) αυτός που έχει ωραία χαίτη («λέων... ἠϋγένειος», Ομ. Οδ.) 2. (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γένειον] … Dictionary of Greek
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek